συμμακαρίζω

συμμακαρίζω
Α
μακαρίζω κάποιον μαζί με άλλον ή μακαρίζω κάποιον και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μακαρίζω «θεωρώ κάποιον μακάριο ή ευλογημένο, καλοτυχίζω» (< μάκαρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”